ραφινάρω

ραφινάρω
(αόρ. (ε)ραφινάρησα) μετ.
1) рафинировать; 2) перен. идеализировать, видеть в розовом свете (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ραφινάρω" в других словарях:

  • ραφινάρω — ραφινάρω, ραφινάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ραφινάρω — Ν 1. (για ουσίες όπως τα έλαια, η ζάχαρη κ.ά.) καθαρίζω από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω 2. μτφ. εκλεπτύνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ραφιναρισμένος, η, ο α) αυτός που έχει υποστεί ραφινάρισμα, φιλτράρισμα, φιλτραρισμένος β) μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ραφινάρω — (λ. γαλλ.), ισα και α, ίστηκα, ισμένος 1. καθαρίζω κάποιο υγρό από ακαθαρσίες ή ξένες ουσίες: Το λάδι το ραφινάρουν πριν το βάλουν στα δοχεία. 2. μτφ., προάγω την αισθητική καλλιέργεια ανθρώπων, εκλεπτύνω: Προσπάθησε να ραφινάρει τον άντρα της,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφέψω — ἀφέψω (Α) [έψω] 1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω 2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις 3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • ραφινάρισμα — το, Ν [ραφινάρω] καθαρισμός ουσίας από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διύλιση, φιλτράρισμα …   Dictionary of Greek

  • ραφινάτος — η, ο, Ν 1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος 2. μτφ. εκλεπτυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)] …   Dictionary of Greek

  • ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] …   Dictionary of Greek

  • ραφιναρισμένος — η, ο, Ν βλ. ραφινάρω …   Dictionary of Greek

  • εκλεπτύνω — εκλέπτυνα, εκλεπτύνθηκα, εκλεπτυσμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι λεπτό ή λεπτότερο από όσο ήταν. 2. μτφ., κάνω κάτι κομψότερο και πιο αβρό, το ραφινάρω: Εκλεπτυσμένοι τρόποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»